- αντίδεσμο
- (antidesmo). Γένος αειθαλών φυτών της οικογένειας των ευφορβιιδών, με γνωστά περίπου 70 είδη, ιθαγενή των θερμών χωρών. Μερικά αναπτύσσονται σε μεγάλα δέντρα. Τα φυτά αυτά έχουν πλατιά φύλλα ζωηρού πράσινου χρώματος, άνθη απέταλα, μικρά, σε τσαμπιά ή στάχυα, και μικρό καρπό, με μορφή ρώγας, μεγέθους κορινθιακής σταφίδας. Το πιο αξιόλογο είδος είναι το α. το βούνιο,ιθαγενές των νησιών της Μαλαισίας. Είναι δέντρο μετρίου μεγέθους με σκουροπράσινα φύλλα, που μοιάζουν με αυτά της δάφνης. Οι ρώγες στα τσαμπιά των καρπών του είναι κόκκινες και τρώγονται φρέσκες ή σταφιδιασμένες ή γίνονται μαρμελάδα. Καλλιεργείται για καλλωπιστικούς σκοπούς και για τον φαγώσιμο καρπό του. Χρήσιμες επίσης είναι οι κλωστικές ίνες του φλοιού με τις οποίες πλέκουν σχοινιά. Άλλο είδος είναι το α. το στιλπνό, μικρό ιθαγενές δέντρο των νησιών της Μαλαισίας, που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό. Φαγώσιμους καρπούς παράγει και το α. το γεσαμπίλειο.
Dictionary of Greek. 2013.